Σάββατο 30 Νοεμβρίου 2013

Ο Χάρος βγήκε παγανιά: ΔΙΧΑΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ (Επεισόδιο 7)

Βαριέμαι να ξαναλέω τα ίδια για το Χάρο με τα κοκάλινα αρχίδια και τα ποιήματα και τις βαρκάδες στον Αχέροντα, οπότε όσοι δεν έχετε διαβάσει τα προηγούμενα επεισόδια και την εισαγωγή, εδώ πρώτα:
(Ναι, αυτά είναι links. Πατήστε πάνω τους.)

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 1                      ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 6

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 2

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 3

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 4

ΕΠΕΙΣΟΔΙΟ 5


Ψάξτε πάλι για το χαζό το λάθος και βάλτε και το rainymood για ατμόσφαιρα και χιπστεριά.
http://www.rainymood.com/


ΔΙΧΑΣΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΒΕΡΟΛΙΝΟ

Επεισόδιο 7

Μια γυναίκα σε ένα ερειπωμένο σπίτι με χρώματα παντού κλαίει κατάχαμα με μια θηλιά γύρω από το λαιμό της. Το κόκκινο χρώμα δεν της χρειαζόταν πια. Είχε το αίμα από τις κομμένες τις φλέβες για να ζωγραφίζει την ένταση των συναισθημάτων της στους ξεχειλωμένους τοίχους και τα δάκρυα για να ξεπλένουν το περιττό αίμα, τον πόνο, τη δυστυχία και τον φόβο.
Οι χαρακιές στο σκελετωμένο της σώμα την έκαναν να μοιάζει με θλιβερό έργο τέχνης σουρεαλισμού που αναπαριστά την πυγμή και θέληση για ζωή. Όμως ο θάνατος ξεπροβάλει εκεί που η σάρκα λείπει και αποκαλύπτονται τα κόκαλα.


Η Άννα κατακλύζεται από εφιάλτες.




Εφιάλτες κατακλύζουν το πάνθεον του περάματος
Το σινάφι των σκιών, το απόπτυγμα ενός δράματος
Φειδωλές αναγραφές στο κρανίον του θηράματος
και ο πήχυς να σκουριάζει νεκρικά.

Σαπιοβόρα κατοικία στα ερμάρια μιας ζωής
Παρασέρνει σαν πλημμύρα τα κομμάτια μιας ψυχής
Δυο πινέλα, ένα χρώμα τριγυρνούν ολημερίς
συλλαβίζοντας του πόνου τον καμβά.

Μπερδεμένα αφηρημένη πλάνη μες στην άβυσσο
Γκρεμισμένος δρόμος μέχρι το λυτρωτικό παράδεισο
Μια κόλαση, ένα παίγνιο σχιζοφρενικό και άνισο
σαν άρνηση γεννιέται από φωτιά.

Σπιθαμή προς σπιθαμή εξετάζω αυτό το σώμα
Σαν αγρίμι που θεριεύει με του πανσέληνου το χρώμα
Είναι τέχνη που αναβλύζει απ΄το ίδιο σου το πτώμα
συνοψίζοντας τα πάντα στη ματιά.


Φωτεινά και έντονα χρώματα.
Το παρελθόν της Άννας.

Εγκλεισμός σκέψεων και διαστροφών σε ένα μυαλό χωρίς διέξοδο.


"Τα πινέλα μου, τα χρώματά μου, οι αέναοι σύμμαχοι μου, τα εργαλεία της ύψιστης τέχνης μου. Δε θέλω να σας αποχωριστώ, δε θέλω να τελειώσει έτσι μαρτυρικά η ζωή μου. Δεν είστε εσείς που ζωγραφίσατε τη θηλιά γύρω από το λαιμό μου. Δεν είστε εσείς που φέρατε του στρατόκαυλους μπάσταρδους με τις επιβλητικές στολές και το ανύπαρκτο μυαλό στο σπίτι μου για να το διαλύσουν. Εσείς είστε ό,τι μου έχει απομείνει. Τίποτα δεν είναι ολοκληρωμένο, τίποτα δεν είναι ατελές.
   Κάποτε αποφάσισα πως αν δε μπορώ να ζήσω τη ζωή μου, θα τη ζωγραφίσω. Οι φιγούρες στο μυαλό μου θα αποκτήσουν πρόσωπο και οι σκέψεις χρώματα μέχρις ότου ο καμβάς να μεγαλώσει αρκετά ώστε να χωράει εμένα και όλον τον κόσμο γύρω μου και μέσα μου. Η τέχνη μου είμαι εγώ και εγώ η τέχνη μου. Το τέλος μου οφείλει να είναι θριαμβευτικό όχι από εγωκεντρισμό και έπαρση, αλλά επειδή έτσι προστάζει ο ινστρούχτορας της ζωής που έπλασα για εμένα. Εκεί οδηγεί ο δρόμος που βαδίζω - στο ψηλότερο σημείο του κόσμου μου, ώστε να αγναντεύω το άπειρο κάλλος της τέχνης, στον γκρεμό απ΄όπου θα πέσω."

Απόγνωση. Κάτι σαν έλλειψη μερέντας.


- "Άννα, μάλλον αυτό που χρειάζεσαι είναι ένας καλός πούτσος για να στρώσεις!"
- "ΑΝΤΕ ΓΑΜΗΣΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΨΟΦΙΜΙ!"

Και η Άννα με μια απότομη κίνηση έχωσε την κάτω άκρη του μυτερού της πινέλου στην καρωτίδα του στρατιώτη που κατέφτασε για να την δολοφονήσει.
Αμέσως, πιάνει πινέλα και χρώματα και ζωγραφίζει τη σκηνή του θανατωμένου στρατιώτη κάτω από τα ερείπια με σχεδόν σουρεαλιστικό τρόπο από την συναισθηματική ένταση.

"Η λύτρωση οφείλει να γίνει εκεί απ΄όπου αρχίζει η ανάγκη γι'αυτήν, με κάτι μεγαλειώδες, με κάτι πέρα από τ΄ανθρώπινα δεδομένα, έτσι ώστε να αφεθώ ελεύθερη λίγο πριν δώσω το τέλος."


Μετά από 1,5 μήνες, η Άννα, πλήρως ανανεωμένη και υγιής (σ.σ. μωρέ μπράβο), με δάκρυα στα μάτια, μια τσάντα γεμάτη με τα εργαλεία και ούτε ένα προφυλακτικό, οδεύει μαζί με την θεοκωλάρα της προς το χωριό. Από μακριά βλέπει έναν περίεργο τύπο που φαινόταν πληγωμένος, αλλά δε δίνει σημασία. Δεν ήθελε να ανακατευτεί με τίποτε άλλο πέραν του μεγάλου έργου της. Αυτή τη φορά θα γινόταν η υπέρβαση.

"Τελευταία φορά που έρχομαι σε αυτό το σκατένιο μέρος. Όλοι μου οι εφιάλτες αναβλύζουν από εδώ."

Οι εφιάλτες που αναβλύζουν από το χωριό.


Η Άννα τότε κατευθύνεται προς ένα μεγάλο χωράφι, κοντοστέκεται και αφήνει κάτι. Έπειτα, προχωράει σεινάμενη κουνάμενη προς το δρομάκι που οδηγεί στην εκκλησία του χωριού.
Κάτι κινείται ανάμεσα στους ψηλούς θάμνους, αλλά δε δίνει σημασία, αντιθέτως φτιάχνει το φόρεμά της, κορδώνει το μουνί της, παίρνει μια βαθιά ανάσα και εισέρχεται στην εκκλησία.

Μινιμαλισμός avant-garde αισθητικής: δρομάκι χωριού.


Η απάνθρωπη Θεία Λειτουργία αρχίζει. (σ.σ. βλέπε Επεισόδιο 5)
   Η Άννα βγάζει τα πινέλα της, τα χρώματά της και το μπλοκ ζωγραφικής της και αρχίζει να απεικονίζει με τον μοναδικό avant-garde/τομή σουρεαλισμού-ρεαλισμού τρόπο της τα θρησκευτικά δρώμενα του χωριού. Βαθιά μέσα της πονούσε και τα δάκρυά της έπεφταν πάνω στον καμβά προσθέτοντας ένα προσωπικό λιθαράκι στο έργο τέχνης.
Πάνω στο πικ της βραδιά, η Άννα στρέφει το βλέμμα σε μια απομονωμένη γωνία και βλέπει ένα πρόσωπο που δεν ήθελε να ξαναδεί ποτέ.

"Όχι! Όχι!! ΔΕ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΑΥΤΟ!"

Ένας ισχυρός και συναισθηματικά φορτισμένος πόνος άρχισε να εξαπλώνεται στην κοιλιά της Άννας και λίγο αίμα έτρεξε απ΄το μουνί της. (σ.σ. το είδα με καθρεπτάκι) Αμέσως κρατάει σφιχτά την κοιλιά της και τρέχει έξω όσο πιο γρήγορα μπορεί με τα σύνεργά της. Το σχέδιό της δεν πήγαινε καλά.

"Με παρακολουθεί! Ήρθε εδώ για να μένα!"

Δε μπορούσε καν να ανασάνει με σωστό τρόπο. Αποφάσισε να αυνανιστεί με τα πινέλα για να ηρεμήσει. Το αίμα την ανησύχησε, αλλά δεν την ενδιέφερε και πολύ προφανώς.

Αρμενίζοντας στο δάσος, ζωγράφιζε σκηνές με έντονη αντίθεση αλλά σκοτεινά χρώματα και εθελοτυφλώντας προσπαθούσε να ξεχάσει ό,τι συνέβη στην εκκλησία.

Φωτορεαλιστική υπόγεια σήραγγα χωριού.

Σουρεαλιστική αναπαράσταση του χωριού από την Άννα.
Όχι, δεν είναι η Γκουέρνικα του Πικάσο.


Φτάνει στο σπιτάκι προς το τέλος του δάσους. Εκεί την περίμενε ο κυρ Παύλος.
Ο Παύλος ήταν 93 ετών, ακμαίος λεβεντόγερος στα τελευταία του.
Ήταν από τους λίγους εναπομείναντες μη βαρβαροποιημένους πολίτες του χωριού, ίσως λόγω του Αλτσχάημερ. Η Άννα είχε συνεννοηθεί μαζί του τηλεφωνικά.

-"Καλησπέρα σας κυρ Παύλο. Πώς είστε;;"
-"Καλά κόρη μου, καλά."
-"Σας ευχαριστώ πολύ που δεχτήκατε την πρόταση μου. Είστε ο γηραιότερος του χωριού και εκτιμώ το γεγονός ότι θα δουλέψω μαζί σας."
-"Να 'σαι καλά. Σε αυτήν την ηλικία και χωρίς κανέναν να νοιάζεται για μένα, μετά χαράς να δουλέψω μαζί σου."
-"Τέλεια. Εγώ είμαι καλλιτέχνης και μάλιστα πολύ καυλωμένη με την τέχνη μου, οπότε θα ήθελα να κάνετε ό,τι σας λέω χωρίς δεύτερη κουβέντα. Αρχικά θέλω να γδυθείτε εντελώς για να ζωγραφίσω."

   Η Άννα άρχισε να αποτυπώνει στον καμβά το γερασμένο αντρικό σώμα του κυρ Παύλου με λεπτομέρεια άνευ προηγουμένου και μετά από κάθε πινελιά έβγαζε κραυγές απαράμιλλης ηδονής και χάιδευε το υγρό της μουνάκι. Καύλωνε με την ίδια της την εναλλακτική τέχνη. Αργά ή γρήγορα τα αραιωμένα της χρώματα στόλιζαν το πρόσωπό της και τα ρούχα της, ενώ με το πέρασμα του χρόνου έβγαζε ένα ένα τα ρούχα της και ζωγράφιζε το κορμί της.
   "Έλα δω πορνόγερε!", φώναξε με καυλωμένο ύφος στον Παύλο και τον άρπαξε από την μακριά γέρικη ψωλή του. Τα πινέλα διέγραφαν κάθε σπιθαμή του κορμιού του με χρώματα και το καυλί του σιγά σιγά αναστηλωνόταν αποκτώντας και πάλι την ξεχασμένη του νιότη. Η νεανική καύλα κυριεύει τον Παύλο και χουφτώνει την Άννα.

"Ουστ πουτανάκι! Σε καύλωσα ε;! Σε καύλωσε η μουνάρα μου και η διασυμπαντική μου τέχνη; Κάτσε πίσω τώρα! Ξεκίνα να μαλακίζεσαι μέχρι να σου καυλώσει για τα καλά, όσο συνεχίζω το υπερβατικό μου έργο."

Και έτσι έγινε. Ο Παύλος μαλακιζόταν σε στάση Αφροδίτης της Μήλου και η Άννα αυνανιζόταν και δημιουργούσε τέχνη.

Η Αφροδίτη της Μήλου


"Βάλε το ένα πόδι σου πάνω στην καρέκλα και συνέχισε."

   Δεν άργησε η ώρα που το καυλί του Παύλου είχε αναστηλωθεί για τα καλά, και τότε ο Παύλος έκλεισε τα μάτια, άφησε τον εαυτό του ελεύθερο, ένιωσε την εφηβική του καύλα να τον οδηγεί σε ένα μέρος ανώτερης πνευματικότητας, λιτής και συνάμα πολύπλοκα όμορφης, καθώς η κορύφωση κατευθυνόταν από τα άκρα του στον εγκέφαλο και από κει στα γεννητικά όργανα.
   42 άγγελοι εσάλπισαν και το καυτό πηχτό γέρικο χύσι κατευθυνόταν προς την έξοδο, ενώ βρώμικη ευκοίλια έβγαινε από τον κώλο του Παύλου! Τα εκτοξευόμενα χυσαμόλια προσέδωσαν στον πίνακα μια πινελιά επιτυχίας και ηδονής, ενώ τα γέρικα υγρά κουράδια ως τρόπαιο ακράτειας τρίτης ηλικίας κείτονταν στο πάτωμα και δέχονταν τα επόμενα που ακολουθούσαν.

"Δεν φοράς πάνες μωρή καριόλα κωλόγρια;; Ε;; Δε φοράς;; Αφού χύνεις και χέζεσαι! ΚΑΥΛΩΝΩ ΠΟΥΣΤΗ", αναφώνησε η Άννα ενώ έφτανε σε σωματικό και ψυχοσυναισθηματικό οργασμό!
Ακατάσχετο squirtάρισμα υγραίνει το πίνακα με ορμή 50 Kg*m/s!
"Έχυσα μαλακισμένε! Έλα πάνω! Έλα να με χέσεις!"

Γκουχ γκουχ όχι δεν είναι διαφήμιση


   Η Άννα ξαπλώνει πάνω στο τσιρλιό και στα χύσια και αυνανίζεται με το σκληρό, χοντρό και πτυχωτό της πινέλο. "Δεν μπορώ να έχω περίοδο, αλλά θα αποκτήσω", είπε, ενώ ο Παύλος έχεζε σκατουλάκια στο παρθένο από κοπρολαγνία κορμί της.
   Ο έντονος αυνανισμός του μουνιού της προκάλεσε ρήξη στη μήτρα της και ένα ρυάκι αίματος, βλέννας και άλλων υγρών δημιουργήθηκε στο πάτωμα. Ο πόνος την σφαλιάριζε για τα καλά και ο Παύλος την έχυνε στο πρόσωπο και την έχεζε στα βυζόμπαλα.


Η πιο αντιπροσωπευτική φωτογραφία σκατών που βρήκα.


-"Γάμα με αλήτη! ΓΑΜΑ ΜΕ! Γάμα το ματωμένο μου μουνί που σκούζει από καύλα και πόνο! Πάρε αυτό το κοφτερό πινέλο και σκίσε μου το έντερο ενώ με γαμάς! Θέλω την γέρικη ψωλή σου μέσα μου! Να γαμάει εμένα και το μπάσταρδο τέκνο που έχω στα σπλάχνα μου!"
-"Είσαι έγκυος;;!!!!"
-"ΣΚΑΣΕ ΚΑΙ ΓΑΜΑ ΜΕ ΑΛΛΙΩΣ ΘΑ ΦΡΟΝΤΙΣΩ ΕΔΩ ΝΑ ΓΙΝΕΙ Ο ΤΑΦΟΣ ΣΟΥ!"

Τα χρώματα τελειώνουν, ο κώλος της Άννας είναι γεμάτος με τα πινέλα της, το μουνί της γεμάτο ευκοίλια, χύσια, αίμα και φλεβοφόρο πούτσο - ήταν κοντά στην λυτρωτική υπέρβαση.
Ξερνάει πάνω στη στοίβα με τα σκατά, το αίμα, τα χύσια και τα υγρά της και με τα γυμνά της χέρια συνεχίζει να ζωγραφίζει τον πίνακα της, τον εαυτό της και τον Παύλο και η καύλα πάει σύννεφο.

Η καμπάνα χτυπά, ακούγονται φωνές να κατευθύνονται προς τα κει.
Η Άννα τρομάζει, κοιτάει έξω και βλέπει αυτόν που δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να δει.
   Πάνω στον μανιασμένο της οίστρο ουρλιάζει του δαγκώνει τ'αρχίδια με όλο της τον εαυτό να συγκεντρώνεται στο μίσος! Ο Γιόχαν κατατρομαγμένος τη χτυπάει με δύναμη!
"ΠΟΥΣΤΗ ΑΝΤΡΑΑΑ! ΤΙ ΘΕΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ!! ΤΙ ΑΛΛΟ ΘΕΣ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΗΝ ΑΝΝΑ! ΤΟ ΜΩΡΟ ΘΕΣ??!! ΑΝΤΕ ΚΑΙ ΓΑΜΗΣΟΥ! ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΠΙΑ Η ΑΝΝΑ! ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΙΑ! ΕΙΜΑΙ ΙΔΕΑ ΚΑΙ ΔΕ ΘΑ ΤΟ ΕΜΠΟΔΙΣΕΙΣ ΕΣΥ ΑΥΤΟ", φώναξε η Άννα και χώνει με δύναμη ένα πινέλο στην κοιλιά της 10 φορές και μια 11η στο λαιμό.

   Ο Παύλος παθαίνει ανακοπή καρδιάς από τις πολλές εκσπερματώσεις και την ένταση της στιγμής και ο Γιόχαν βλέποντας την σκηνή κομπλάρει και τρέμει. Ένας όχλος από εξαγριωμένους χωρικούς με δάδες και τσουγκράνες καταφθάνουν στο σπιτάκι, αλλά ο Γιόχαν είναι ανίκανος να αντιδράσει.
Ξάφνου, μια κοπέλα με μπλούζα με υδατογράφημα "ξ" ντυμένη κουκουβάγια έρχεται και αρπάζει τον Γιόχαν και κατευθύνεται προς την έξοδο του χωριού. Ήταν πολύ δυνατή προφανώς.

Ένα λεπτό αφότου βγήκαν από το χωριό μια τεράστια έκρηξη σε πολλαπλά σημεία του χωριού προκαλεί πύρινη λαίλαπα. Η κόκκινη φωτιά εναγκαλίζεται γλυκά στις φλόγες της το χωριό που μαυρίζει στα σπλάχνα της και λυτρώνει κάθε τι που περιέχει.

ΦΩΤΙΑ ΓΑΜΩ ΤΟ ΜΟΥΝΙ


-"Τι συμβαίνει; Ποια είσαι εσύ;"
-"Κράτα μια το ούζο να στρίψω ένα. Σε λένε Γιόχαν;;"
-"Πες μου σε παρακαλώ. Έχω λολαθεί τελείως; Ναι. Πού το ξέρεις;"
-"Ευτυχώς. Είμαι απεσταλμένη από ανώτερους, λέγομαι Αμαλία και είμαι κοκομπάια. Δεν έχω εξουσία να σου πω τίποτα, γιατί έτσι κι αλλιώς δεν δύναμαι να γνωρίζω. Σήκω, φύγε από δω. Πήγαινε όπου σε βγάλει."

Μια λεπίδα σκίζει τη σάρκα της κουκουβάγιας, το αίμα τρέχει πάνω στο πρόσωπο του τρομαγμένου Γιόχαν και ένα σατανικό γελάκι ξεπροβάλει πίσω από το πλέον νεκρό σώμα της από μηχανής θεάς κουκουβάγιας.
7 χωρικοί επιβίωσαν, έπιασαν τον σοκαρισμένο Γιόχαν και είναι έτοιμοι να τον αποκεφαλίσουν.
Η κρύα και άψυχη λεπίδα σχίζει το λαιμό του Γιόχαν και νιώθει να ξεψυχά.

.....to be continued....
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...